κλούβα — η 1. μεγάλο κλουβί. 2. φυλακή: Είναι στην κλούβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλούβιος — α, ο 1. (για τα αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος 2. μτφ. ανόητος, χαζός («με το κλούβιο σου μυαλό τέτοια σκέφτεσαι») 3. φρ. «κλούβια κι άπιαστα» λέγεται ως αντιβασκανική ευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλούβα με σημ. «κοτέτσι»] … Dictionary of Greek
κρεμάθρα — η (Α κρεμάθρα) νεοελλ. 1. κρεμάστρα 2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα τής οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του αρχ. κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα,… … Dictionary of Greek
Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… … Dictionary of Greek
κλουβί — το μικρή κλούβα: Κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλάκι στο κλουβί (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)